ΣΕΠΕ – Μονομερής μεταβολή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος
Σύμφωνα με Πόρισμα της Επιθεώρηση Εργασίας Πειραιά και Δυτικής Αττικής επί σχετικής εργατικής διαφοράς κρίθηκε ότι η χωρίς προηγούμενη κρίση Υπηρεσιακού Συμβουλίου τοποθέτηση Προϊσταμένου Δ/νσης ως Προϊσταμένου Τμήματος με αποτέλεσμα τον υποβιβασμό του κατά δύο (2) ιεραρχικές βαθμίδες με ανάθεση στον εργαζόμενο καθηκόντων υποβαθμισμένων σε σπουδαιότητα και ευθύνη σε σχέση με την προηγούμενη θέση του, το αντικείμενο των οποίων κείται εκτός του επιστημονικού τομέα ειδίκευσής του, αλλά και του αντικειμένου της πρόσληψης και της σύμβασης εργασίας του, από την οποία προκλήθηκε υλική και ηθική βλάβη, συνιστά περίπτωση μονομερούς μεταβολής των όρων εργασίας μου η οποία λαμβάνει χώρα κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, ακόμα και στην περίπτωση που με βάση την ερμηνεία του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της εταιρείας κριθεί ότι δεν αποκλείεται ανάθεση υποδεέστερων καθηκόντων σε αυτόν.
Ειδικότερα το Πόρισμα της Επιθεώρησης Εργασίας και Εργασιακών Σχέσεων Πειραιά και Δυτικής Αττικής λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά σύμφωνα με τα οποία «(…) Β. Στην επίδικη εργατική διαφορά ο προσφεύγων θεωρεί ότι με την από 10.7.2020 απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της εργοδότριας υπέστη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας του καθώς από την θέση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης ………. (θέση την οποία κατείχε από το ……..) μετακινήθηκε σε αυτή του Προϊσταμένου του Τμήματος ………… Με αυτό τον τρόπο υπέστη μισθολογική – υλική ζημία από τον υποβιβασμό του κατά δύο βαθμίδες όσο και ηθική ζημία καθώς τα νέα του καθήκοντα δεν αντιστοιχούν με την επαγγελματική του εξειδίκευση ως …………… Προκλήθηκε συνεπώς σύμφωνα με τον εργαζόμενο μείωση του επαγγελματικού του κύρους ενώπιον των υπόλοιπων εργαζομένων της εταιρείας. Περαιτέρω, κατά το μισθωτό η υποβάθμισή του έλαβε χώρα χωρίς να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη από τον Κανονισμό Προσωπικού της εργοδότριας διαδικασία από το Υπηρεσιακό Συμβούλιο, εξυπηρετώντας επιδιώξεις που δεν αφορούν το συμφέρον και την ενδεδειγμένη οργανωτική λειτουργία της εταιρίας αλλά άσχετες επιδιώξεις (κατά το μισθωτό η υποβάθμισή του παρουσιάζει χρονική και αιτιώδη συνάφεια με αναφορές του σε σχέση με δυσλειτουργίες που διαπίστωσε στον τομέα ευθύνης του. (…) Από την άλλη η εργοδότρια αρνείται τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος καθώς κατ’ αυτήν η μετακίνηση έλαβε χώρα σύμφωνα με τον Κανονισμό Προσωπικού της, κατά τον οποίο μάλιστα η απώλεια της θέσης ευθύνης δεν αποτελεί βλαπτική μεταβολή. Μάλιστα, η τοποθέτηση του ………. στην θέση Διευθυντή ………….. έγινε με ανάθεση καθηκόντων, ήταν προσωρινή και ισχύουσα μέχρι τις τακτικές κρίσεις του προσωπικού, ενώ η μετακίνησή του στη θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος ………………. γνώμονα είχε την εξυπηρέτηση λειτουργικών αναγκών της εταιρείας κατά την ορθή άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος. (…)» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Η υπηρεσία μας θεωρεί πως ακόμα και στην περίπτωση που με βάση την ερμηνεία του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της … ΑΕ κριθεί ότι δεν αποκλείεται ανάθεση υποδεέστερων καθηκόντων στον προσφεύγοντα, αυτός καθαυτός ο υποβιβασμός του, όταν μάλιστα δεν δικαιολογείται από λόγους που αφορούν το πρόσωπο του εργαζομένου (πλημμελής εκπλήρωση των καθηκόντων του, τέλεση πειθαρχικού παραπτώματος κλπ) ή από το καλώς νοούμενο συμφέρον της επιχείρησης, δύναται να εκληφθεί ως μονομερής μεταβολή κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος, όταν μάλιστα επιφέρει στον εργαζόμενο υλική και ηθική βλάβη. Προς αυτό συνηγορεί και η επί οκταετία άσκηση των καθηκόντων του κου …… ως Διευθυντή …….. υπό την εποπτεία διαφορετικών διοικήσεων, οπότε κατά τεκμήριο θεωρείται ότι ο προσφεύγων επέδειξε τουλάχιστον επάρκεια στην άσκηση των καθηκόντων του. Η δε υποβάθμισή του μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπου αυτός άσκησε ανώτερα καθήκοντα συνεπάγεται για αυτόν μείωση του γοήτρου του απέναντι στους συναδέλφους του και στο κοινωνικό του περιβάλλον (ηθική βλάβη). Επίσης, η για μεγάλο χρονικό διάστημα επιλογή της διαδικασίας ανάθεσης καθηκόντων για την επιλογή προϊσταμένων αντί αυτής των θεσμοθετημένων τακτικών κρίσεων αποτελεί ευθύνη της εργοδότριας και δεν μπορεί να δικαιολογήσει την ανεξέλεγκτη άσκηση του εργοδοτικού της δικαιώματος. (…)».